- Καρκίνῳ
- Καρκίνοςcrabmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρκινώ — καρκινῶ, όω (Α) [καρκίνος] 1. καθιστώ κάτι όμοιο με καρκίνο*, με κάβουρα («καρκινῶ τοὺς δακτύλους» κάμπτω ή κυρτώνω τα δάχτυλα σαν δαγκάνες καβουριών, Αντιφαν.) 2. κάνω κάτι να απλώσει («ὁ χειμὼν πιλώσας καὶ καρκινώσας τὰς ρίζας», Θεόφρ.) 3. παθ … Dictionary of Greek
Καρκίνω — Καρκίνος crab masc nom/voc/acc dual Καρκίνος crab masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνω — καρκίνος crab masc nom/voc/acc dual καρκίνος crab masc gen sg (doric aeolic) καρκίνος crab neut nom/voc/acc dual καρκίνος crab neut gen sg (doric aeolic) καρκινόω make crab like pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) καρκινόω make crab like… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνῳ — καρκίνος crab masc dat sg καρκίνος crab neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνωι — καρκίνῳ , καρκίνος crab masc dat sg καρκίνῳ , καρκίνος crab neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καρκίνωι — Καρκίνῳ , Καρκίνος crab masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνηθρον — καρκίνηθρον, τὸ (Α) [καρκινώ] είδος φυτού … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
καρκίνωθρον — καρκίνωθρον, τὸ (Α) [καρκινώ] 1. το φυτό ψίλωθρον* 2. το φυτό πολύγονον άρρεν … Dictionary of Greek
καρκίνωμα — Κακοήθη νεοπλάσματα, που προέρχονται από επιθηλιακά κύτταρα. Τα νεοπλάσματα που συναντώνται συχνά στους πνεύμονες, στον τράχηλο της μήτρας, στους μαστούς, στο στομάχι, στον προστάτη κλπ. είναι σχεδόν πάντα κ. βασικοκυττταρικό κ. Τύπος καρκίνου… … Dictionary of Greek